τεκνοποιία

τεκνοποιία
η
τεκνογονία (βλ.λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεκνοποιία — τεκνοποιΐᾱ , τεκνοποιία begetting fem nom/voc/acc dual τεκνοποιΐᾱ , τεκνοποιία begetting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοποιίᾳ — τεκνοποιΐαι , τεκνοποιία begetting fem nom/voc pl τεκνοποιΐᾱͅ , τεκνοποιία begetting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοποιία — η, ΝΜΑ [τεκνοποιός] η τεκνοποίηση αρχ. υιοθεσία παιδιού …   Dictionary of Greek

  • τεκνοποιίας — τεκνοποιΐᾱς , τεκνοποιία begetting fem acc pl τεκνοποιΐᾱς , τεκνοποιία begetting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοποιίαν — τεκνοποιΐᾱν , τεκνοποιία begetting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοποιίαι — τεκνοποιΐαι , τεκνοποιία begetting fem nom/voc pl τεκνοποιΐᾱͅ , τεκνοποιία begetting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιία — η (ΑΜ παιδοποιία) [παιδοποιός] η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία αρχ. υιοθεσία …   Dictionary of Greek

  • παιδουργία — παιδουργία, ἡ (Α) [παιδουργός] 1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία 2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά …   Dictionary of Greek

  • πολυτεκνογονία — ἡ, Α πλούσια τεκνοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τεκνογονία] …   Dictionary of Greek

  • προλετάριος — ο, θηλ. προλετάριο και προλετάρισσα, Ν 1. (στην αρχαία Ρώμη) άτομο άπορο που δεν μπορούσε να προσφέρει στην πολιτεία τίποτε άλλο εκτός από τους γιους του ως στρατιώτες 2. άτομο που δεν έχει κανέναν άλλο πόρο εισοδήματος εκτός από την πώληση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”